βελτίωση

βελτίωση
1) improvement
2) refinement

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βελτίωση — η (AM βελτίωσις) [βελτιώ ( ώνω)] το να καλυτερεύει κανείς κάτι ή να καλυτερεύει ο ίδιος, η καλυτέρευση νεοελλ. φρ. 1. «βελτίωση γενετική» σύνολο διαδικασιών με αντικείμενο τη βελτίωση του κληρονομικού δυναμικού των ατόμων ενός ζωικού πληθυσμού 2 …   Dictionary of Greek

  • βελτίωση — η η καλυτέρευση, η μεταβολή προς το καλύτερο: Αναμένεται βελτίωση του καιρού από την επόμενη εβδομάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βελτιώσῃ — βελτιώσηι , βελτίωσις improvement fem dat sg (epic) βελτιόω improue aor subj mid 2nd sg βελτιόω improue aor subj act 3rd sg βελτιόω improue fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • αγροτική μεταρρύθμιση — Οργανικό σύνολο νομοθετικών και διοικητικών μέτρων, με τα οποία τροποποιείται η κατανομή και η διάρθρωση της έγγειας ιδιοκτησίας, με σκοπό τη βελτίωση της θέσης των αγροτών, την επίλυση των προβλημάτων ανεργίας ή υποαπασχόλησης στις αγροτικές… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… …   Dictionary of Greek

  • εξευγενισμός — Διαδικασία κατεργασίας ή επεξεργασίας μη τελικών προϊόντων, με σκοπό τη βελτίωση των χαρακτηριστικών τους. Από τις πιο συνηθισμένες διαδικασίες ε. είναι οι ακόλουθες: Ο ε. των ορυκτών ελαίων, που επιτυγχάνεται με διαδοχικές χημικές επεξεργασίες… …   Dictionary of Greek

  • σχεδιασμός — Όρος που χρησιμοποιείται στις επιχειρήσεις και αφορά την οργάνωση εργασίας, με τον καθορισμό των ενεργειών που πρέπει να γίνουν για την επίτευξη των προκαθορισμένων στόχων και των μεθόδων, για την επίτευξή τους. Στηρίζεται στο σαφή καθορισμό των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”